ἡμίκαυτος

ἡμίκαυτος
ἡμίκαυτος
half-burnt
masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἡμικαύτων — ἡμίκαυτος half burnt fem gen pl ἡμίκαυτος half burnt masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίκαυτον — ἡμίκαυτος half burnt masc acc sg ἡμίκαυτος half burnt neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίκαυτα — ἡμίκαυτος half burnt neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡμίκαυτοι — ἡμίκαυτος half burnt masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ημίκαυστος — και ημίκαυτος, η, ο (Α ἡμίκαυστος και ἡμίκαυτος, ον) μισοκαμένος, εν μέρει ή κατά το ήμισυ καμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημι * + καυ(σ)τος (< καίω), πρβλ. ά καυ(σ)τος, πυρί καυ (σ)τος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”